- λημμάτιον
- λημμάτιον, τὸ (Α) [λήμμα]υποκορ. τού λήμμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λημμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λημματίοις — λημμάτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λημματίου — λημμάτιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λημματίων — λημμάτιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λημματίῳ — λημμάτιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λημμάτια — λημμάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)